- εἰκαιότης
- εἰκαιότης, ητος, ἡ, = foreg., Phld.Rh.1.190 S., Vit.p.29 J., Ph.1.193, D.L.7.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εικαιότης — εἰκαιότης, η (Α) [εικαῑος] η είκαιοσύνη … Dictionary of Greek
εἰκαιότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιότητα — εἰκαιότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιότητος — εἰκαιότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεικαιότης — ἀνεικαιότης, η (Α) διάκριση, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»] … Dictionary of Greek